μηνύσεις

μηνύσεις
μήνυσις
laying of information
fem nom/voc pl (attic epic)
μήνυσις
laying of information
fem nom/acc pl (attic)
μηνύ̱σεις , μηνύω
disclose what is secret
aor subj act 2nd sg (epic)
μηνύ̱σεις , μηνύω
disclose what is secret
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • AD Responsum — dicti olim οἱ τῶ ἀποκρίσεων μηννταὶ, quas μηνύσεις qui faciebant, erant Secretarii, vel a Secretis. Hinc qui Vopisco in Divo Aureliano c. 36. dicitur Notarius Secretorum, is Zosimo vocatur τῶ ἔτρωθεν φερομένων ἀποκρίϚεων μηνυτής: id quod erat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… …   Dictionary of Greek

  • εγκλητικός — ή, ό (ΑΜ ἐγκλητικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται στην έγκληση αρχ. πρόθυμος να υποβάλει μηνύσεις, φιλόδικος …   Dictionary of Greek

  • συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • ιδιώτης — ο 1. απλός πολίτης, αυτός που δεν κατέχει δημόσια αξιώματα: Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ως απλός ιδιώτης. – Οι μηνύσεις υποβλήθηκαν από ιδιώτες. 2. αυτός που πάσχει από ιδιωτεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”